- ὀξύγλυκυς
- ὀξύ-γλῠκυς, εια, υ,A sour-sweet,
ῥόα A.Fr.363
; ὁ τῆς ὀξυγλύκεος ῥοιᾶς χυλός (prob. a special variety) Orib.Fr.53.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥόα A.Fr.363
; ὁ τῆς ὀξυγλύκεος ῥοιᾶς χυλός (prob. a special variety) Orib.Fr.53.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξύγλυκυς — ὀξύγλυκυς, γλύκεια, υ, θηλ. και υς (Α) 1. ξινός και γλυκός ταυτόχρονα, ξινόγλυκος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύγλυκυ ποτό από ξίδι και μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + γλυκύς] … Dictionary of Greek